- λαιλαπώδης
- -ες (Α λαιλαπώδης, -ῶδες) [λαίλαψ]σφοδρός σαν λαίλαπα, θυελλώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαιλαπώδης — stormy masc/fem acc pl (attic epic doric) λαιλαπώδης stormy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λαιλαπώδης stormy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιλαπώδει — λαιλαπώδης stormy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λαιλαπώδης stormy masc/fem/neut dat sg λαιλαπώδεϊ , λαιλαπώδης stormy dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιλαπώδη — λαιλαπώδης stormy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λαιλαπώδης stormy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λαιλαπώδης stormy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιλαπῶδες — λαιλαπώδης stormy masc/fem voc sg λαιλαπώδης stormy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιλαπωδῶν — λαιλαπώδης stormy masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιλαπώδους — λαιλαπώδης stormy masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek